- όπτησις
- (-εως) η уст. жаренье, жарка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὄπτησις — roasting fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτήσει — ὄπτησις roasting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὀπτήσεϊ , ὄπτησις roasting fem dat sg (epic) ὄπτησις roasting fem dat sg (attic ionic) ὀπτάω roast aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) ὀπτάω roast fut ind mid 2nd sg (attic ionic) ὀπτάω roast… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτήσεις — ὄπτησις roasting fem nom/voc pl (attic epic) ὄπτησις roasting fem nom/acc pl (attic) ὀπτάω roast aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ὀπτάω roast fut ind act 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτήσεσι — ὄπτησις roasting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτήσεσιν — ὄπτησις roasting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτήσιος — ὄπτησις roasting fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄπτησιν — ὄπτησις roasting fem acc sg ὀπτάω roast pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφωνία — η (Α εὐφωνία) [εύφωνος] 1. διαύγεια, καθαρότητα στη φωνή, γλυκιά, μελωδική φωνή («οὔτε εὐφωνίᾳ τοσοῡτον διαφέρουσιν Ἀθηναῑοι τῶν ἄλλων οὔτε σωμάτων μεγέθει καὶ ρώμῃ ὅσον φιλοτιμίᾳ», Ξεν.) 2. γραμμ. η αρμονική αλληλουχία τών φθόγγων («διὰ εὐφωνίαν … Dictionary of Greek
οπτήσιμος — ὀπτήσιμος, ον (Α) [όπτησις] (ποιητ. τ.) κατάλληλος για ψήσιμο στη φωτιά … Dictionary of Greek
όπτηση — (Α ὄπτησις) [οπτώ] ψήσιμο στη φωτιά, σε αντιδιαστολή προς την έψηση, προς το βράσιμο αρχ. 1. ψήσιμο τού ψωμιού στον κλίβανο 2. καμίνευση πήλινων αγγείων 3. (για χυμούς) υπερθέρμανση … Dictionary of Greek
ԽՈՐՈՎՈՒՄՆ — (վման.) NBH 1 0981 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c գ. ԽՈՐՈՎՈՒՄՆ ԽՈՐՈՎՔ. ὅπτησις, ὅπτημα assatio, assatura. Խորովելն, խորովիլն (ըստ ամենայն առման). *Անողորմ խորովումն տապակաց: Զոր անողորմ մեծատունն ընկալաւ զհրոյն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)